τετυφωμένον

τετυφωμένον
τετῡφωμένον , τυφόω
delude
perf part mp masc acc sg
τετῡφωμένον , τυφόω
delude
perf part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τυφώ — τυφῶ, όω, ΝΑ [τύφος] (λόγιος τ.) μτφ. καθιστώ κάποιον αλαζόνα, ματαιόδοξο, κενόδοξο («τετυφωμένον ταῑς τοσαύταις εὐτυχίαις», Στράβ.) αρχ. 1. περιβάλλω ή γεμίζω κάτι με καπνό 2. (συν. στον παθ. παρακμ.) τετύφωμαι είμαι παράφρονας από υπερβολική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”